γκαβός

γκαβός
η , ό
1) косой, косоглазый; 2) слепой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γκαβός" в других словарях:

  • γκαβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αλλήθωρος. 2. τυφλός, στραβός: Γκαβός είσαι και δε με είδες; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκαβός — και γκαϊδός, ή, ό ο αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) gavŭ < λατ. cavus. Αβάσιμη θεωρείται η αναγωγή της λ. στο αρχ. σκαμδός «αλλήθωρος»] …   Dictionary of Greek

  • αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος …   Dictionary of Greek

  • γκαβίζω — είμαι γκαβός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»